- ορλοφικός
- -ή, -ό [Ορλόφ](το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορλοφικάη εξέγερση τών Ελλήνων εναντίον τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1770, εξέγερση που υποστηρίχθηκε από την αυτοκράτειρα τής Ρωσίας Αικατερίνη Β' και πραγματοποιήθηκε με την αποστολή στην Ελλάδα τών αδελφών Ορλόφ, ευνοουμένων τής αυτοκράτειρας.
Dictionary of Greek. 2013.